- φλαύρος
- -α, -ον, Α1. (για πράγμ.) α) ασήμαντος, μηδαμινόςβ) πρόστυχος, κακόςγ) ανωφελής, άχρηστος2. (για πρόσ.) α) ανάξιος ή ανίκανος για κάτιβ) φτωχός στην εμφάνισηγ) ανήθικος, φαύλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. της ιων. και αττ. κυρίως διαλέκτου, το οποίο συνδέεται από διάφορους μελετητές με το αρχ. νορβ. blaudr «δειλός» και το αγγλοσαξ. blēad «δειλός», τα οποία, κατά μία άποψη, μπορούν να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *bhlēu- / *bhlәu- / *bhlū- «αδύναμος, άθλιος, ελεεινός». Στην περίπτωση αυτή, το -α- τού ελλ. τ., το οποίο γεννά μορφολογικά προβλήματα, θα μπορούσε ίσως να ερμηνευθεί από τη χρήση τού επιθ, στην καθημερινή γλώσσα τών Αρχαίων (πρβλ. σκάζω [Ι], σκάπτω). Ωστόσο, η άποψη αυτή παραμένει ανεπιβεβαίωτη, αφού άλλωστε και η μορφή τής ΙΕ ρίζας είναι τελείως υποθετική και δεν μπορεί να εξακριβωθεί. Το επίθ. φλαῦρος, τέλος, πρέπει να συνδεθεί με το σημασιολογικώς συγγενές φαῦλος (για τη σχέση αυτή και για τις απόψεις σχετικά με τον τρόπο σχηματισμού τών επιθ. βλ. λ. φαύλος)].
Dictionary of Greek. 2013.